- σκωτσέζικος
- -η, -ο, Ν [Σκωτσέζος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σκωτία ή στους Σκώτους ή αυτός που προέρχεται από αυτούς, σκωτικός («σκωτσέζικο ύφασμα»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκωτσέζικαη σκωτική γλώσσα.επίρρ...σκωτσέζικακατά τρόπο σκωτσέζικο.
Dictionary of Greek. 2013.